- μπουρζουαζία
- ηη αστική τάξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. bourgeoisie < γαλλ. bourgeois «πολίτης, αστός» < γαλλ. bourg < λατ. burgus «πύργος, ισχυρό κάστρο» (πρβλ. γερμ. Burg)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουρζουαζία — η (λ. γαλλ.), η αστική τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουρζουαδικός — ή, ό και μπουρζουάδικος και μπουρζουαζίδικος, η, ο [μπουρζουάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μπουρζουαζία ή στον μπουρζουά, αστικός … Dictionary of Greek
αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων … Dictionary of Greek